Δούλευα σε ένα κατάστημα με είδη δώρων στο κέντρο της Αθήνας. Είχε κλείσει σχεδόν έναν χρόνο εκεί, ωστόσο οι σχέσεις μου με τον εργοδότη μου όσο και με την συνάδερφό μου δεν ήταν οι καλύτερες, έψαχνα παράλληλα για κάτι άλλο ωστόσο δεν είχα δηλώσει παραίτηση, γιατί έπρεπε να έχω ένα εισόδημα. Καθότι μικρό, διαχειριζόμουν μόνη μου το κατάστημα. Αποτελούσε το δεύτερο κατάστημα λιανικής μιας οικογενειακής επιχείρησης, και οι ιδιοκτήτες (όπως και η συνάδερφος) περνούσαν τις βάρδιες τους στο κατάστημα τους, που ήταν λίγα νούμερα πιο κάτω, στον ίδιο δρόμο.
Ο χώρος είχε την πρόσοψή του σε έναν ήσυχο δρόμο, παράλληλου της κεντρικής αγοράς. Γύρω υπήρχαν κι άλλα καταστήματα, κι απέναντί του υπήρχε ένα λιανικής κι ένα καφέ-εστιατόριο που την περίοδο αυτή είχε κλείσει ως επακόλουθο της πρώτης καραντίνας. Τα περισσότερα μεσημέρια επειδή η αγορά ‘’είχε πέσει’’ το κατάστημα απέναντι μου, όσο και τα δυο διπλανά μου έκλεινα. Οπότε, στο δρόμο ανοιχτά ήταν: το κατάστημα στο οποίο δούλευα, ένα κατάστημα ειδών δώρου απέναντι μου (χωρίς πολύ καλή οπτική επαφή), μια κυριά που διατηρούσε ένα κατάστημα παραδίπλα μου και το κύριο κατάστημα της εταιρείας, 6 νούμερα πιο κάτω.
Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να αναφέρω πως στο κατάστημα υπήρχε σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο και την αποθήκη του καταστήματος (τις περισσότερες φορές είχε ένα σκοινί ως διαχωριστικό, ωστόσο εκείνη την ημέρα το είχα βγάλει, από το πρωί). Το κατάστημα διέθετε συναγερμό που απενεργοποιούνταν με τηλεχειριστήριο, η συνήθης θέση του ήταν σε ένα ντουλαπάκι δίπλα στην πόρτα.
Συνήθως άφηνα τα κλειδιά μου κάτω από την ταμειακή μηχανή, στο γραφείο του καταστήματος. Η τουαλέτα ήταν εκτός του χώρου, έπρεπε ο πωλητής να κλειδώσει το κατάστημα, και αφού βγει στο δρόμο να μετακινηθεί στο διπλανό κτίριο.
Ήταν από εκείνες τις ημέρες που η βάρδια μου τελείωνε στις έξι. Η ώρα ήταν γύρω στις πέντε παρά όταν αποφάσισα να πάω τουαλέτα, βγήκα από το κατάστημα έχοντας στην τσέπη του παντελονιού μου στο κινητό μου. Όταν επέστρεψα άφησα τα κλειδιά στην θέση τους, χωρίς να αποχωριστώ το κινητό μου. Τότε μπήκε ένα τύπος στο κατάστημα. Ψηλός και σωματώδης. Του ζήτησα να φορέσει τη μάσκα του, μιλώντας του στα ελληνικά και δεν μου έδωσε καμία σημασία. Του το επανέλαβα στα αγγλικά και μου είπε:
- Do you have a mask?
- No, I don’t
- Me neither, μου απάντησε.
Η ομιλία του ήταν πολύ γρήγορη, και μιλούσε ενώνοντας τις λέξεις. Του είπα (στα αγγλικά) πως για να παραμείνει στο χώρο πρέπει να φορέσει μάσκα. Με ρώτησε
Με αγνόησε και ξεκίνησε να κατεβαίνει τις σκάλες. Του είπα πως δεν επιτρέπεται να είναι εκεί ψέλλισε κάτι που δεν κατάλαβα.
- Don’t you serve men in this store?
- We serve anyone, απάντησα με αφέλεια.
Του είπα ότι αν δεν φύγει θα καλέσω την αστυνομία. Μου είπε είμαι κι εγώ αστυνομικός της interpol. Toυ λέω ωραία και παίρνω το τηλέφωνο. Παράλληλα σκεφτόμουν ότι πρέπει κάπως να βγω από το μαγαζί, να κλειδώσω και αν βάλω συναγερμό, ωστόσο ένιωθα εγκλωβισμένη πίσω από το γραφείο.
Παίρνω το ασύρματο του μαγαζιού στα χέρια μου καλώ την αστυνομία και με το που το βλέπει έρχεται και μου το παίρνει απ το χέρι και το βάζει στην τσέπη του. Κι εκείνη την ώρα πάγωσα, σκέφτηκα ότι αν κάνω οτιδήποτε που θα τον κάνει να νιώσει απειλή θα μου κάνει κακό, και ότι δεν μπορώ ούτε να βγάλω το κινητό μου ούτε να πατήσω τον συναγερμό, ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα.
Του έλεγα να σηκωθεί και αν φύγει, φωνάζοντας, και μου είπε ότι αν του πάρω μια πιπα θα φύγει, και εγώ του έλεγα όχι φύγε. Μου έλεγε να βάλω τη μάσκα και του έλεγα όχι φύγε. Φώναζα και δεν φαινόταν να με ακούει κανείς. Κάποια στιγμή θυμάμαι ότι τον κοίταξα έντονα στα μάτια και του είπα ήρεμα κι αποφασιστικά: no. leave. Μου απάντησε ότι αν δεν πάρω την αστυνομία θα φύγει. Tου απάντησα πως δεν θα τους καλέσω κι επέμενε. Συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα να ακούσει no, I promise, I wont. Ήθελε να ακούσει το ναι. Του είπα yes leave. Προς μεγάλη μου ανακούφιση, έβγαλε το τηλέφωνο από την τσέπη του και το πέταξε πάνω στο γραφείο κι έφυγε.
Και παίρνω το τηλέφωνο στα χέρια μου και ξαναμπήκε στο μαγαζί. Μου κόπηκαν τα πόδια. Συνέχισε να με ρωτάει αν εξυπηρετούμε άντρες σε αυτό το κατάστημα κι εγώ του έλεγα όχι φωνάζοντας και λέγοντάς του να φύγει. Εκείνη την ώρα πέρασε ένας περαστικός και άρχιζα να φωνάζω βοήθεια με όλη μου τη δύναμη. Φοβήθηκε και βγήκε έξω. Με το που βγήκε από το κατάστημα κατέβασα το ρολό και το σώμα μου παρέλυσε. Άρχισα να τρέμω και να κλαίω με λυγμούς. Άκουγα τον τύπο να λέει στον περαστικό πως το είπα ότι αν μου δώσει πέντε ευρώ θα του πάρω πίπα, κι εκείνος του απάντησε πως δεν τον πιστεύει γιατί η κοπέλα έχει βάλει τα κλάματα, του είπε ότι με τρόμαξε και του ζήτησε να φύγει. Τον άφησε να φύγει και μου είπε να κάτσω να ηρεμήσω και όλα θα πάνε καλά.
Ήρθε η κυρία από το μαγαζί παρά δίπλα και με ρώτησε τι έγινε. Δεν είχα συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει και της είπα ο τύπος με τραμπούκισε, ήθελε να του πάρω πίπα. Μου είπε ότι θα ενημερώσει τον εργοδότη μου. Κανείς δεν είπε πως θα πάρει την αστυνομία και έτσι ξανασήκωσα το τηλέφωνο, ωστόσο ήρθε ο εργοδότης μου. Αποφάσισα ότι θέλω πρώτα να το μοιραστώ μαζί του. Πολύ κακώς.
Όταν ήρθε ο εργοδότης μου, με βρήκε δακρυσμένη σε ένα μαγαζί κατεβασμένα ρολά. Κι εγώ ειλικρινά, επειδή ίσως ήταν η πρώτη οικεία φιγούρα που έβλεπα ήθελα να πέσω στην αγκαλιά του. Δεν με ρώτησε καν τι έγινε. Ξεκίνησα να του μιλάω κι άκουγε τη διπλανή, πλέον δεν θυμάμαι τι του είπε. Όταν μείναμε μόνοι μας του είπα πως ένιωθα πως δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να προστατεύσω τον εαυτό. Και πραγματικά θυμάμαι να συνειδητοποιώ πως το να είσαι γυναίκα και το να είναι ανυπεράσπιστη είναι έννοιες ταυτόσημες. Η απάντησή του ήταν, ειλικρινά, ότι θα μου πάρουν μια κόρνα για την επόμενη φορά που θα συμβεί κάτι, μου είπε να μην ανησυχώ και πως σε μια ώρα σχολάω.
Την επόμενη ημέρα ο εργοδότης μου, με τον οποίο τυχαίνει να είμαστε κοντά στην ηλικία, πέρασε από το κατάστημα να με ρωτήσει πως είμαι. Του είπα πως θέλω να κάνω καταγγελία. Ακολούθησε ο εξής διάλογος:
- Τι καταγγελία θα κάνεις, ανώνυμη;
- Δεν με νοιάζει, ότι να ναι.
- Γιατί, το θυμάσαι;
- Φυσικά και τον θυμάμαι. Δεν νομίζω ότι έχει καταλάβει τι έγινε χθες.
Όταν του εξιστόρησα τα γεγονότα μου είπε ότι οι κάμερες δεν λειτουργούν γιατί έχει χαλάσει το καταγραφικό. Και μου έδωσε και τις συμβουλές του για το πως έπρεπε να είχα αντιδράσει, να του είχα πει δηλαδή ότι υπάρχουν κάμερες.. Του είπα ότι θέλω να σταματήσω. Κλείσαμε τη συζήτηση με εκείνον να μου λέει να πάρω δύο μέρες ρεπό και μετά να έρθω να συζητήσουμε ότι θέλω, από εκείνους δεν υπάρχει κανένας περιορισμός. Την ίδια μέρα η συνάδερφός μου, αφού της είπα τη συνέβη, μού είπε απλώς, να πάρω ένα spray πιπεριού. Καμία κατανόηση.
Όταν επέστρεψα από το διήμερο, είπα στον εργοδότη μου πως δεν θα συνεχίσω, και φυσικά «μου την είπε»: ανέφερε πως δεν θα είμαι νομικά καλυμμένη αν φύγω, και το ότι θα μπορούσε να μου συμβεί οπουδήποτε. ΠΡΟΦΑΝΩΣ και θα μπορούσε, του είπα, αλλά συνέβη εδώ. Και θέλω να τονίζω, ότι αυτό ακριβώς, το ότι θα μπορούσε να συμβεί οπουδήποτε, είναι το πρόβλημα. Και τελικά, με ρώτησε αν θα φοβηθώ να ξαναβγώ στο κέντρο με τις φίλες μου..
Έχουν περάσει 4 μήνες κι ακόμη δεν το έχω καταγγείλει. Ντρέπομαι.