ΥΠΕΡΟΧΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

  • Αρχική

  • Συζητήσεις

    • Εγγεγραμένες Υπέροχες
  • Events & Δράσεις

    • Ladies! Check Yourselves!
    • #ΓάντιαΓιαΤηνΠρώτηΓραμμή
  • Σχετικά με Εμάς

  • Press

  • Επικοινωνία

  • More

    Use tab to navigate through the menu items.
    To see this working, head to your live site.
    • Categories
    • All Posts
    • My Posts
    Υπέροχες Γυναίκες
    Feb 05, 2021

    #103

    in #MeToo

    Δεν έχω μιλήσει ποτέ σε κανέναν, πνίγομαι χρόνια τώρα. Πήρα όμως την απόφαση. Είμαι 37 ετών, μεγάλωσα σε ένα χωριό, απέναντι από το σπίτι μου υπήρχε μία οικογένεια ήμουν φίλη με την μεγαλύτερη κόρη. Την Ρ. Πηγαίναμε μαζί σχολείο, ίδια τάξη, ίδιο θρανίο. Τον χειμώνα ή όταν έβρεχε μας πήγαινε κάποιος από τους γονείς μας. Ο μπαμπάς μου λόγω δουλειάς πολλές φορές δεν μπορούσε. Και έτσι μας πηγαίνει ο μπαμπάς της Ρ. Ήμουν περίπου 9-10 ετών, όταν ο "πατέρας" της άρχισε να με αγγίζει μέσα στο αυτοκίνητο κατά τη διαδρομή (μπροστά στη κόρη του). Κάθε μέρα, ανάμεσα στα πόδια μου. Φοβόμουν, έτρεμα κάθε μέρα, δεν ήθελα να πηγαίνουμε με αυτόν. Η Ρ. επέμενε. Κουνιόμουν, έβαζα τα χέρια μου, αλλά τίποτα, συνέχιζε κάθε μέρα και η Ρ. κοιτούσε έξω. Μια μέρα θυμάμαι έβαλα την σάκα μου στα πόδια μου, την κρατούσα τόσο σφιχτά, δυνατά, με όλη μου τη δύναμη. Εκείνη τη μέρα δεν μπόρεσε να με αγγίξει. Την επόμενη όμως μέρα, μας είπε να βάλουμε τις τσάντες μας στη καρότσα (είχε αγροτικό) με το ζόρι. Παρακαλούσα να κάτσω από τη μεριά του παραθύρου αλλά δεν έγινε ποτέ. Μια μέρα μπήκαμε στο αυτοκίνητο και η Ρ. είχε ξεχάσει κάτι, πήγε πίσω στο σπίτι, κάθισα δίπλα στη πόρτα, και αυτός άνοιξε το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου, έβγαλε μια κιτρινισμένη μικρή σακούλα και με ρώτησε: θέλεις να σου δείξω Μίκι Μάους;! έλα, έχω φωτογραφίες, σου αρέσουν; Απαντησα ναι. Ήμουν παιδάκι 9 χρονών! Και βέβαια δεν ήταν αυτό που περίμενα. Έβλεπα κάτι που δεν καταλάβαινα τότε τι ήταν. Γεννητικά όργανα ήταν, γυναικών και αντρών. Δεν είναι παιδικά αυτά του είπα και αυτός γελούσε...Γύρισε η Ρ. έκλεισε τη σακούλα βιαστικά, αλλά είχε κάνει αυτό που ήθελε. Όταν έκανε καλό καιρό η χαρά μου ήταν μεγάλη, πηγαίναμε με τα πόδια στο σχολείο. Μια φορά πήγα στο σπίτι της Ρ. να παίξουμε, η μαμά της έλειπε, κι αυτός φορούσε μόνο το εσώρουχό του! Φαινόταν το...και χαϊδευόταν. Κάτσε να παίξουμε μη φύγεις, μου έλεγε η Ρ. Δεν είπα κάτι στους γονείς μου, φοβόμουν, αλλά και επειδή ήρθαν τα πάνω κάτω... Μετά από λίγο καιρό η γυναίκα του, διαγνώστηκε με καρκίνο. Έχω λίγες αναμνήσεις με εκείνη αλλά ήταν καλή κυρία, την θυμάμαι. Δεν ξέρω με σιγουριά αν γνώριζε τι είδους άνθρωπος ήταν ο άντρας της. Νομίζω πως ήξερε. Ίσως δεν φανταζόταν πως θα έφτανε στο σημείο να θέλει να "χαϊδεύει" ένα παιδί...Η γυναίκα αυτή πέθανε. Η Ρ. είχε χάσει τη μαμά της και εγώ έπρεπε να της συμπαρασταθώ. Μεγαλώσαμε, πηγαίναμε μόνες μας στο Γυμνάσιο, με τα πόδια, συνέχιζα όμως να τον φοβάμαι, δεν πήγαινα στο σπίτι τους (μόνο όταν ερχόταν μια φίλη μας η Λ. η οποία έμενε στη πόλη αλλά περνούσε όλο το καλοκαίρι και τις γιορτές στο χωριό, μόνο τότε πηγαίνα, μαζί της. Δεν έκανε κάτι μπροστά στη Λ. ήταν παιδί ανοιχτό, μιλούσε). Σιχαινόμουν ακόμη και το χέρι μου, που του το έδινα για να τον χαιρετίσω. Η μοίρα τους ξαναχτύπησε, αυτή τη φορά η μικρή του κόρη είχε και αυτή καρκίνο, είχαμε σοκαριστεί όλοι. Πάλεψε με τη κακιά αρρώστια για χρόνια. Δεν μπορούσα να μιλήσω, η Ρ. είχε χάσει την μαμά της και η αδελφή της ήταν άρρωστη. Τον μόνο που είχε ήταν αυτόν. Η μαμά μου μου έλεγε: η Ρ. περνάει δύσκολα τώρα, να κάνετε παρέα, να μην την αφήνεις μόνη. Το ίδιο και ο δάσκαλός μας. Την νοιαζόμουν, αλήθεια. Προσπάθησα να ξεχάσω και δεν μίλησα... Σκεφτόμουν θα του πεις αυτό και εκείνο την επόμενη φορά που θα σε χαιρετίσει. Έκανα διαλόγους μέσα στο μυαλό μου! Ποτέ δεν του τα είπα όπως σχεδίαζα! Εγώ είχα αλλάξει σχολείο, πήγαινα κάθε μέρα με το λεωφορείο σε άλλο χωριό Τεχνικό Λύκειο μια μέρα έχασα το λεωφορείο, περίμενα στη στάση το επόμενο και τον βλέπω να έρχετε, μου πρότεινε να με πάει εκείνος γιατί κατέβαινε στη πόλη, ήταν η ευκαιρία να τον βάλω στη θέση του, είχα μεγαλώσει πια, (πήγαινα 2α Λυκείου). Στα μισά της διαδρομής άπλωσε πάλι το χέρι του, όπως όταν ήμουν μικρή. Δεν είχε αλλάξει. Του είπα: πάρε το χέρι σου, εκείνος επέμενε, το τράβηξα εγώ, τότε με τι θράσος, άνοιξε το ντουλαπάκι και έβγαλε την ίδια σιχαμερή κιτρινισμένη σακούλα... άλλαξε αυτοκίνητο αλλά η ίδια αυτή σακούλα δεν είχε αλλάξει θέση. Οδηγούσε και ταυτόχρονα προσπαθούσε να μου τις δείχνει, δεν θέλω να δω του είπα, σταμάτα. Σταμάτησε, εγώ έτρεμα αλλά είχα βρει το θάρρος να τον σταματήσω. Είπα μπράβο στον εαυτό μου! Δεν ξαναέκανε τίποτα. Το κοριτσάκι που δεν μιλούσε, το ντροπαλό, τον σταμάτησε. Θα με ρωτήσει κάποιος, γιατί μπήκες στο αμάξι; Μπήκα γιατί όσο και αν φοβόμουν, αυτός δεν ήθελα να νομίζει κάτι τέτοιο. Μπήκα γιατί ήταν ικανός να πει στους γονείς μου πως προτιμούσα να κάνω κοπάνα τις πρώτες ώρες. Μπήκα για να του πω όλα αυτά που έλεγα πως θα του πω, να τον βρίσω. Δεν τα είπα όλα, αλλά τον σταμάτησα. Ήταν μια νίκη για 'μένα. Είχαμε φτάσει, κατέβηκα από το αμάξι και μου ζήτησε να μην πω τίποτα. Η δουλειά που είχε στη πόλη; Πήγαινε στο νοσοκομείο να δει την κόρη του! Η κόρη του είχε καρκίνο, έσβηνε κάθε μέρα και αυτός είχε το μυαλό του αλλού. Λυπόμουν τόσο πολύ για την Ο. την μικρή του κόρη. Πίστευα και πιστεύω ακόμα και τώρα πως η Ο. πλήρωσε αμαρτίες γονέα. Ήταν τόσο μικρή δεν πρόλαβε να ζήσει. Αισθανόμουν ένοχη, ένιωθα πως έφταιγα και 'γω γι' αυτό που περνάει. Γιατί κατά κάποιο τρόπο ήμουν "μέρος της αμαρτίας του". Η αρρώστια του ήταν χειρότερη από καρκίνος. Δεν πήγα να την δω ποτέ στο νοσοκομείο. Δεν μπόρεσα. Την είδα όταν ήρθε στο σπίτι. Ήταν τόσο άδικο να είναι άρρωστη. Πέθανε λίγο αργότερα. Πόνεσα κι 'γω πολύ. Η Ρ. ήταν χάλια, έπρεπε να συμπαρασταθώ. Δεν το έκανα όπως η φίλη μας η Λ. που ήρθε πιο κοντά της, αλλά ήμουν εκεί. Μπροστά στο θάνατο όλα τα άλλα τα έβαλα στην άκρη! Κι εγώ ήμουν μόνη, δεν είχα κανέναν να μιλήσω. Πέρασα τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια φοβησμένη, κλεισμένη μέσα σε ένα δωμάτιο, δεν ήθελα κανείς να με βλέπει, δεν έχω να θυμάμαι βόλτες στο πάρκο ή Σαββατιάτικες εξόδους. Καθόμουν μπροστά σε ένα ανοιχτό βιβλίο αλλά δεν διάβαζα απλά το κοιτούσα. Ενοχική και φοβησμένη, μήπως τον δω στη γειτονιά και πρέπει να τον χαιρετίσω. Υπήρξαν φορές που κρατούσα τον χαρτοκόπτη πάνω στις φλέβες μου και έλεγά στον εαυτό μου κάν' το, πίεσε λίγο ακόμα. Αν δεν πίστευα στον Θεό μπορεί να το είχα κάνει. Έκλαιγα κάθε βράδυ, μούσκεμα το μαξιλάρι από τα δάκρυα. Γιατί μου το έκανε αυτό; Γιατί; Γιατί η μαμά δεν καταλαβαίνει; Από μικρό κορίτσι, ένιωθα μόνη, ήμουν μόνη, κλειστή. Θύμωνα με τη μαμά μου που δεν καταλάβαινε μόνη της. Δεν ήθελα να με αγγίζει κανείς, δεν άφηνα τη μαμά μου να με αγκαλιάσει, μέχρι σήμερα δεν την αφήνω, από μικρό παιδί! Το ίδιο και τα αδέλφια μου, και τον μπαμπά μου. Ήθελα τόσο πολύ να περάσω σε μια σχολή, να φύγω, να μην βλέπω το απέναντι σπίτι. Έπρεπε να βάλω τα δυνατά μου, διάβασα και πέρασα, έφυγα μακρυά. Έκανα καινούργιες φιλίες. Δυσκολεύτηκα στη πρώτη μου ερωτική σχέση, αλλά ο τότε φίλος μου ήταν ένα πολύ καλό παιδί, που μου έδωσε χρόνο. Δεν εμπιστευόμουν εύκολα τους ανθρώπους, αλλά προσπαθούσα. Αν τα μάθαινε ποτέ ο μπαμπάς μου όλα αυτά θα τον σκότωνε, ένας ακόμη λόγος που με συγκρατούσε από το να μιλήσω. Τον μπαμπά μου τον αγαπώ πολύ. Πριν λίγες μέρες είχα τα γενέθλια μου, η Ρ. με πήρε τηλέφωνο (έχουμε τυπικές σχέσεις), λέγαμε διάφορα και η κουβέντα έφτασε στον κορωνοϊό και στο ότι φοβάται ο μπαμπάς της με όλα αυτά που ακούγονται. Ε όλοι φοβόμαστε της απάντησα...και εκείνη την ώρα που το έλεγα σκεφτόμουν: εγώ φοβάμαι τον πατέρα σου από τα 9 μου! Δεν κράτησα κακία στη Ρ. γιατί ήταν κι αυτή μικρό κορίτσι, γιατί έχασε μαμά και αδελφή. Αυτόν όμως δυσκολεύομαι να τον συγχωρήσω, δεν μπορώ. Δεν ξέρω αν το έκανε και σε άλλο παιδί, το υποψιάζομαι όμως. Μια μέρα θυμάμαι, μικρά ήμασταν ακόμα, παίζαμε στη γειτονιά, μαζί με άλλα παιδιά, (και οι κόρες του), αυτός καθόταν στην αυλή, σηκώθηκε και φώναξε ένα κοριτσάκι, του είπε: έλα να σου δείξω κάτι, έλα στην αποθήκη...εγώ σηκώθηκα από το πεζουλάκι σαν ελατήριο, άρχισα να τραβάω από το χέρι την μικρή και να της λέω να μην πάει, της φώναξα κιόλας...αφού παίζουμε τώρα, μη πας, μη πας. Θυμάμαι ακόμα πως με κοίταξε.. Ξέσπασε όλο αυτό στον αθλητικό και καλλιτεχνικό χώρο, ακούω ανθρώπους να μιλάνε μετά από χρόνια και σκέφτομαι, μίλα κι εσύ, βγάλτα από μέσα σου. Ακούω όμως και κάποιους, όπως μία συνάδελφο σήμερα στη δουλειά, να λένε: τώρα το θυμήθηκαν όλες. Και είναι λυπηρό. Για μια στιγμή να έμπαιναν στη θέση αυτών που το πέρασαν, μόνο για μια στιγμή. Αισθάνεσαι ένα τίποτα, σκουπίδι. Ενώ αυτό πρέπει να το αισθάνεται ο θύτης κι όχι το θύμα. Αποβράσματα, αυτό είναι. Πολλές φορές αναρωτήθηκα: λες να το μετάνιωσε; Όχι, δεν το μετάνιωσε. Και συγγνώμη να μου ζητούσε, δεν αρκει. Πονάνε ψυχές με τέτοιες πράξεις, και αυτό δεν αλλάζει. Έτρεμα και τώρα ακόμα τρέμω που τα γράφω. Άλλες φορές έλεγα: και να μιλήσεις θα σ' ακούσει κανείς; θα σε νοιαστεί; θα πάρει το μέρος σου; θα σου πει δεν έφταιγες; Δεν με νοιάζει πια. Πέρασαν τόσα χρόνια και ακόμη τα θυμάμαι όλα, όλα, δεν τα ξέχασα ποτέ. Και να θέλεις δεν μπορείς να ξεχάσεις. Δεν μπορεί να μου δώσει πίσω κανείς τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια. Ήθελα κι εγώ να τα περάσω ανέμελα, να τα θυμάμαι και να χαίρομαι, όχι να κλαίω. Ελπίζω κάποια στιγμή να μπορέσω να βρω τη δύναμη και να τα πω και στους δικούς μου. Χρωστάω ένα συγγνώμη στον εαυτό μου που για χρόνια δεν τον αγαπούσα. Συγγνώμη ****.

    0 comments
    Comments
    0 comments

    Created by